- μετριάζω
- (I)(ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω)1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια τού μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω(α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ' ᾠήθησαν ὅρκοις μετριᾱσσαι ψυχήν νέαν λαβοῡσαν ἀρχήν», Πλάτ.)2. μτφ. αμβλύνω, απαλύνω, μαλακώνωνεοελλ.ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω («εσύ μού μετριάζεις», Σουμμ.)μσν.συμβιβάζομαιμσν.-αρχ.1. είμαι μετριόφρων, είμαι ταπεινός, ταπεινώνομαι («διατί τὸ πρόσωπόν σου πονηρὸν καὶ οὐκ εἶ μετριάζων;», ΠΔ)2. μτφ. χαριεντίζομαι, αστειεύομαι, χαριτολογώ3. διασκεδάζω, παίζωαρχ.1. συμπεριφέρομαι, σκέπτομαι ή μιλώ με μέτρο, με σύνεση2. (για πρόσ.) α) είμαι κάπως ασθενής, αδύναμοςβ) είμαι αρκετά καλά, σε μέτρια υγεία3. διευθύνω, ρυθμίζω4. (για νόσο) αμβλύνομαι, βρίσκομαι σε ύφεση5. φρ. α) «μετριάζω ἐν τῷ προθύμῳ» — επιδεικνύω μέτριο ζήλο, έχω μέτριο θάρροςβ) «οἱ μετριάζοντες» — αυτοί που έχουν αιδοίο μέτριου μεγέθουςγ) «μετρίαζε» — μην ταράζεσαι, μένε ήσυχος, (Σοφ.)δ) «μετριάζω τὸ δίκαιον» — μετριάζω την αυστηρότητα τής δικαιοσύνης, τήν αναμιγνύω με ανθρωπισμό, (Δίον. Αλ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος. Ο τ. μετριάζω με αφομοίωση τού -ε- σε -ι-].————————(II)μετριάζω (Μ)μετρώ, εξακριβώνω με μέτρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μετρῶ κατά τα ρ. σε -ιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.